- πλακοῦντες
- πλακόωface withpres part act masc nom/voc plπλακοῦςflat cakemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… … Dictionary of Greek
πέμμα — ατος, τὸ, Α 1. κάθε είδος μαγειρεμένης τροφής 2. συν. στον πληθ. τά πέμματα γλυκίσματα τών αρχαίων που έμοιαζαν με πίτες, πλακούντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, βράζω, χωνεύω» + κατάλ. μα (πρβλ. νίμμα)] … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
πλακουντοποιός — όν, MA το αρσ. ως ουσ. ο πλακουντοποιός ο κατασκευαστής πλακούντων, ο ζαχαροπλάστης αρχ. (για πόλη ή χώρα) αυτός που κατασκευάζει πλακούντες («πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον», Σώπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + ποιός*] … Dictionary of Greek
πλακουντοφαγώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) τρώω πλακούντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ τού ἐσθίω «τρώω», πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. χορτο φαγῶ] … Dictionary of Greek
τυρώ — (I) έω, Α [τυρός] τυρεύω. (II) όω, Α [τυρός] 1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.) 2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες … Dictionary of Greek
φιλοξένειος — ον, Α [φιλόξενος] αυτός που έχει επινοηθεί από τον Φιλόξενο («ἀπὸ Φιλοξένου τοῡ Λευκαδίου καὶ Φιλοξένειοί τινες πλακοῡντες ὠνομάσθησαν», Αθήν.) … Dictionary of Greek
φιλοπλάκουντος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι πλακούντες, οι πίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλάκουντος (< πλακοῦς, οῦντος «πίτα»)] … Dictionary of Greek
χαυών — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Εβραίους) είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kawwān «πίτες, πλακούντες που προσφέρονταν για θυσία». Ο τ. απαντά και με τις μορφές χαυνῶνες, χαβῶνες, χαμῶνας, οι οποίες αποτελούν διαφορετικές μεταγραφές τού εβρ. τ., αν… … Dictionary of Greek